Βιταμίνη D: Κλειδί στην Πρόληψη Σκελετικών και Εξωσκελετικών Παθήσεων

Στην 6η Μεσογειακή Συνάντηση Ειδικών που διεξάγεται στη Θεσσαλονίκη, συζητούνται οι πρόσφατες εξελίξεις και οι Κατευθυντήριες Οδηγίες σχετικά με τη βιταμίνη D και την πρόληψη διαφόρων παθήσεων. Η καθηγήτρια Ενδοκρινολογίας-Διαβητολογίας στο ΑΠΘ, Καλλιόπη Κώτσα, αναφέρεται στην ανάγκη σχεδόν καθολικής αναπλήρωσης της βιταμίνης D, ειδικά για άτομα που έχουν έλλειψη.

Σύμφωνα με την κ. Κώτσα, η βιταμίνη D παίζει σημαντικό ρόλο στην πρόληψη του προδιαβήτη και του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Ειδικότερα, οι πρόσφατες μελέτες που διεξήχθησαν στο Τμήμα Ενδοκρινολογίας του ΑΠΘ έδειξαν ότι η χορήγηση βιταμίνης D σε ηλικιωμένους είχε ευνοϊκά αποτελέσματα στους δείκτες γλυκόζης νηστείας και ψυχικής υγείας.

Σχέση με Παχυσαρκία και Διαβήτη

Η κ. Κώτσα επισημαίνει ότι η σχέση μεταξύ βιταμίνης D και παχυσαρκίας δεν είναι ξεκάθαρη. Σε περιπτώσεις ανεπάρκειας, οι ασθενείς με παχυσαρκία μπορεί να χρειάζονται μεγαλύτερες δόσεις βιταμίνης D από τους υπόλοιπους. Όσον αφορά τον προδιαβήτη, η χορήγηση βιταμίνης D μπορεί να είναι ένα από τα μέτρα πρόληψης του διαβήτη τύπου 2, σε συνδυασμό με υγιεινή διατροφή και τακτική άσκηση.

Επίδραση στην Υγεία

Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες, η αναπλήρωση της βιταμίνης D συνδέεται με τη μείωση των επιπλοκών του διαβήτη, όπως το διαβητικό πόδι, που έχουν παρατηρηθεί σε ασθενείς με χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D. Οι ειδικοί τονίζουν ότι η βιταμίνη D δεν είναι απλά μια βιταμίνη, αλλά μια ορμόνη που απαιτεί προσοχή στη χορήγηση της.

Συμπέρασμα

Η βιταμίνη D έχει σημαντικό ρόλο στην υγεία, ιδιαίτερα για άτομα που διατρέχουν κίνδυνο για προδιαβήτη ή άλλες σχετικές παθήσεις. Η κατάλληλη χορήγηση και παρακολούθηση των επιπέδων της βιταμίνης D μπορεί να συμβάλει στην πρόληψη και τη διαχείριση αυτών των καταστάσεων.

Διαβήτης τύπου 1: Καλύτερη ρύθμιση του σακχάρου με αυτόν τον τύπο άσκησης – Τι να προσέξουν οι άνδρες

Διαβήτης τύπου 1: Καλύτερη ρύθμιση του σακχάρου με αυτόν τον τύπο άσκησης – Τι να προσέξουν οι άνδρες

Πρόσφατη έρευνα αποκαλύπτει ποιος τύπος άσκησης είναι πιο αποτελεσματικός στη διαχείριση του διαβήτη τύπου 1 και πώς επηρεάζει διαφορετικά άνδρες και γυναίκες

Η άσκηση αποτελεί βασικό στοιχείο για τη διαχείριση του σακχαρώδους διαβήτη τύπου 1, αλλά η επιλογή του κατάλληλου τύπου άσκησης μπορεί να είναι δύσκολη υπόθεση. Μια πρόσφατη έρευνα ρίχνει φως στο ποιος τύπος αερόβιας άσκησης είναι πιο αποτελεσματικός για τη ρύθμιση των επιπέδων σακχάρου στο αίμα σε άτομα με διαβήτη τύπου 1, με ιδιαίτερη έμφαση στις διαφορές ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες.

Η έρευνα, που δημοσιεύθηκε στο American Journal of Cardiology, συνέκρινε δύο δημοφιλείς μορφές αερόβιας άσκησης: τη συνεχόμενη αερόβια άσκηση και τη διαλειμματική άσκηση. Οι ερευνητές θέλησαν να καθορίσουν ποιος από αυτούς τους τύπους άσκησης είναι πιο αποτελεσματικός στη διαχείριση των επιπέδων σακχάρου στο αίμα, και πώς επηρεάζει διαφορετικά τους άνδρες και τις γυναίκες με διαβήτη τύπου 1.

Συνεχόμενη και διαλειμματική άσκηση: Ποια είναι η διαφορά;

Η συνεχόμενη αερόβια άσκηση περιλαμβάνει τη διατήρηση ενός σταθερού, μέτριου ρυθμού καθ’ όλη τη διάρκεια της άσκησης, όπως το τρέξιμο ή η ποδηλασία για 30 λεπτά χωρίς διακοπή. Από την άλλη πλευρά, η διαλειμματική άσκηση περιλαμβάνει εναλλαγές μεταξύ περιόδων υψηλής και χαμηλής έντασης, όπως το να εναλλάσσεται κανείς μεταξύ τρεξίματος και περπατήματος.

Σύμφωνα με την έρευνα, η συνεχόμενη αερόβια άσκηση αποδείχθηκε πιο αποτελεσματική στη μείωση των επιπέδων σακχάρου στο αίμα, ειδικά στις γυναίκες. Οι συμμετέχοντες ήταν 19 ενήλικες με διαβήτη τύπου 1 που δεν ασκούνταν τακτικά. Ο καθένας τους ολοκλήρωσε δύο συνεδρίες 30 λεπτών, μία συνεχόμενης και μία διαλειμματικής άσκησης. Οι ερευνητές μέτρησαν τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα, την καρδιακή συχνότητα και την αρτηριακή πίεση πριν, αμέσως μετά και 20 λεπτά μετά από κάθε συνεδρία.

Οι γυναίκες που συμμετείχαν στην έρευνα παρουσίασαν πιο σταθερά επίπεδα σακχάρου μετά από τη συνεχόμενη άσκηση, χωρίς να εμφανίσουν υπογλυκαιμία, δηλαδή επικίνδυνα χαμηλό επίπεδο σακχάρου στο αίμα. Αντίθετα, οι άνδρες παρουσίασαν μεγαλύτερη μείωση των επιπέδων σακχάρου μετά από και τις δύο μορφές άσκησης, με τις πιο μεγάλες μειώσεις να παρατηρούνται μετά από τη συνεχόμενη άσκηση. Είναι αξιοσημείωτο ότι ένας άνδρας παρουσίασε υπογλυκαιμία μετά από τη συνεχόμενη άσκηση, γεγονός που υποδεικνύει την ανάγκη για προσεκτική παρακολούθηση των επιπέδων σακχάρου κατά τη διάρκεια της άσκησης.

«Η μελέτη αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική, καθώς οι ασθενείς με διαβήτη συχνά δεν έχουν κίνητρο να ασκηθούν για τη διαχείριση της κατάστασής τους», αναφέρει ο Dr. Pooya Soltani από το Staffordshire University, συγγραφέας της έρευνας. «Ένας από τους λόγους γι’ αυτό είναι ότι η φυσική δραστηριότητα μπορεί να οδηγήσει σε πτώσεις του σακχάρου στο αίμα, προκαλώντας δυσφορία και αποθάρρυνση. Θέλαμε να δούμε αν το είδος της φυσικής δραστηριότητας θα μπορούσε να μετριάσει αυτές τις πτώσεις».

Παρά τις διαφορές στις αποκρίσεις σακχάρου, τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες ανέφεραν ότι βρήκαν και τους δύο τύπους άσκησης εξίσου ευχάριστους και ότι η προσπάθεια που κατέβαλαν ήταν η ίδια. Αυτό δείχνει ότι και οι δύο μορφές άσκησης μπορούν να είναι κατάλληλες και ευχάριστες επιλογές για άτομα με διαβήτη τύπου 1.

Η έρευνα αυτή προσφέρει σημαντικές πληροφορίες για τη διαχείριση του διαβήτη τύπου 1 μέσω της άσκησης. Ενώ η συνεχόμενη αερόβια άσκηση φαίνεται να είναι πιο αποτελεσματική, ειδικά για τις γυναίκες, είναι σαφές ότι η προσέγγιση θα πρέπει να εξατομικεύεται ανάλογα με τις ανάγκες και τις προτιμήσεις του κάθε ατόμου. Η προσεκτική παρακολούθηση των επιπέδων σακχάρου πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την άσκηση είναι σημαντική, ειδικά για τους άνδρες. Παρά τα χρήσιμα αποτελέσματα, οι ερευνητές τονίζουν ότι χρειάζονται μεγαλύτερες και πιο μακροπρόθεσμες μελέτες για να εξεταστεί πλήρως η επίδραση της άσκησης στα επίπεδα σακχάρου σε άτομα με διαβήτη τύπου 1.

Ο διαβήτης γερνάει πρόωρα τον εγκέφαλο, αλλά υπάρχει τρόπος προστασίας

Πόσα χρόνια γερνάει πριν την ώρα του ο εγκέφαλος, όταν το σάκχαρο είναι επίμονα υψηλό.

Ο διαβήτης μπορεί να γερνάει πρόωρα τον εγκέφαλο των πασχόντων, αλλά αυτό δεν είναι αναπόφευκτο, αναφέρουν επιστήμονες από τη Σουηδία.

Αναλύοντας τις μαγνητικές εγκεφάλου χιλιάδων εθελοντών ηλικίας άνω των 40 ετών κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο διαβήτης μπορεί να γεράσει τον εγκέφαλο κατά 2 έως 4 χρόνια.

Εν τούτοις, η βελτίωση του τρόπου ζωής θα μπορούσε να προλάβει τη νευρολογική γήρανση, εκτιμούν οι επιστήμονες από το ακαδημαϊκό Ινστιτούτο Καρολίνσκα, στη Στοκχόλμη.

«Το να έχει ένας άνθρωπος έναν γερασμένο εγκέφαλο σε σύγκριση με τη χρονολογική ηλικία του, μπορεί να υποδηλώνει απόκλιση από τη φυσική διαδικασία της γήρανσης. Μπορεί επίσης να αποτελεί πρώιμη προειδοποιητική ένδειξη της άνοιας», δήλωσε η επικεφαλής ερευνήτρια Dr. Abigail Dove, από το Κέντρο Έρευνας της Γήρανσης του Καρολίνσκα.

Τα νέα ευρήματα δημοσιεύονται στην ιατρική επιθεώρηση Diabetes Care.  Η σχετική μελέτη βασίσθηκε σε στοιχεία από 31.229 εθελοντές χωρίς άνοια. Όλοι είχαν υποβληθεί δύο φορές στη διάρκεια 11 ετών παρακολούθησης σε μαγνητική τομογραφία εγκεφάλου. Κατά την έναρξη της μελέτης η ηλικία τους κυμαινόταν από 40 έως 70 ετών.

Οι συμμετέχοντες παρείχαν επίσης λεπτομερή στοιχεία για τους καρδιαγγειακούς παράγοντες κινδύνου και τον τρόπο ζωής τους. Ανέφεραν π.χ.:

  • Το σωματικό βάρος
  • Την αρτηριακή πίεση
  • Τα επίπεδα χοληστερόλης και τριγλυκεριδίων
  • Το ιστορικό καπνίσματος
  • Την κατανάλωση αλκοόλ
  • Την φυσική δραστηριότητά τους

Τα ευρήματα

Οι ερευνητές υπολόγισαν την ηλικία του εγκεφάλου τους χρησιμοποιώντας ειδικά ανεπτυγμένο σύστημα τεχνητής νοημοσύνης.

Κατά την έναρξη της μελέτης, το 43% των εθελοντών έπασχαν από προδιαβήτη. Είχαν δηλαδή επίπεδα σακχάρου πάνω από το επιθυμητό (είναι κάτω από 100 mg/dl όταν κάποιος είναι νηστικός), αλλά όχι ακόμα τόσο υψηλά ώστε να διαγνωστούν με διαβήτη. Επιπλέον, το 3,7% των συμμετεχόντων έπασχαν από διαβήτη (είχαν σάκχαρο νηστείας 126 mg/dl ή υψηλότερο).

Τόσο ο προδιαβήτης όσο και ο διαβήτης συσχετίσθηκαν με πρόωρη γήρανση του εγκεφάλου. Ειδικότερα, οι πάσχοντες από προδιαβήτη είχαν εγκέφαλο γερασμένο κατά μισό χρόνο, σε σύγκριση με τους υγιείς συνομηλίκους τους.

Οι ασθενείς με διαβήτη είχαν εγκέφαλο γερασμένο κατά 2,3 χρόνια. Και όσοι είχαν αρρύθμιστο σάκχαρο (γλυκόζη) στο αίμα τους είχαν εγκέφαλο γερασμένο κατά 4 χρόνια. Οι διαφορές αυτές είναι ο μέσος όρος.

Ωστόσο η μελέτη έδειξε ακόμα πως όσοι ασθενείς με διαβήτη γυμνάζονταν τακτικά και δεν κάπνιζαν ούτε έπιναν αλκοόλ, είχαν πολύ λιγότερες πιθανότητες να παρουσιάσουν υπερβολική γήρανση του εγκεφάλου τους.

Τα ευρήματα αυτά υποδηλώνουν ότι «ο διαβήτης μπορεί να επηρεάσει σημαντικά τον εγκέφαλο», τόνισε η Dr. Dove. «Οι ασθενείς όμως μπορούν να περιορίσουν τις συνέπειές του, ζώντας όσο το δυνατόν πιο υγιεινά».